- ακρόχειρ
- ἀκρόχειρ (-χειρος), ο (Α)1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χείρμεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόπους — ἀκρόπους ( οδος), ο (Α) το άκρο τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ. ΠΑΡ. ἀκροπόδιον] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek